Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διόσθυος
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διοσκόριος
Διόσκοροι
Διοσκουριασταί
δίοσμος
Διόσπυρος
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
διοτιδήποτε
διότιπερ
Διοτρεφής
Διοτρόφος
διού
διούγκιον
διουργέω
διουρέω
διουρητικός
View word page
διοτήρ
διοτήρ· κατάσκοπος, Hsch. (leg. διοπτήρ).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοτήρ
Headword (normalized):
διοτήρ
Headword (normalized/stripped):
διοτηρ
IDX:
27317
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27318
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοτήρ·</span> <span class="foreign greek">κατάσκοπος,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> (leg. <span class="foreign greek">διοπτήρ</span>).</div><br><br>'}