Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διοσκόριος
Διόσκοροι
Διοσκουριασταί
δίοσμος
Διόσπυρος
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
διοτιδήποτε
διότιπερ
View word page
Διοσκόριος
Δῐος-κόριος, , name of a month in Syria, cj. in LXX 2 Ma. 11.21 ; in Crete, Hemerolog.Flor.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Διοσκόριος
Headword (normalized):
διοσκόριος
Headword (normalized/stripped):
διοσκοριος
IDX:
27310
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27311
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐος-κόριος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, name of a month in Syria, cj. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:11:21" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg024:11.21/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">2 Ma.</span> 11.21 </a>; in Crete, <span class="title" style="font-style: italic;">Hemerolog.Flor.</span> </div><br><br>'}