Διοσκόρειον
Δῐος-κόρειον, τό,
A). temple of the Dioscuri, ( 4.110 -κουρ- codd.), , etc.:—also 19.158 Διοσκούριον, PPetr. 3p.295 (iii B. C.), IG 11(2).154 A 37 (Delos, iii B. C.): Διοσκούρειον, Sull. 33 , etc.
II). Διοσκούρεια, τά, festival of the Dioscuri, (Sparta): 5(1).559 -κορήϊα SIG 2438.175 (Delph.): -κούρια SIG 1067.15 (Rhodes).