Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διοσκόριος
Διόσκοροι
Διοσκουριασταί
δίοσμος
Διόσπυρος
διόστεος
διοσφραίνω
διοτήρ
διότι
View word page
διοσκέω
διοσκέω,
A). look earnestly at, Anacr. 3 ; also expld. by διαφορεῖσθαι τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ, διαπολέσαι, διαφθεῖραι, Hsch.


ShortDef

look earnestly at

Debugging

Headword:
διοσκέω
Headword (normalized):
διοσκέω
Headword (normalized/stripped):
διοσκεω
IDX:
27308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27309
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοσκέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">look earnestly at,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:3" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0237.tlg001:3/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Anacr.</span> 3 </a>; also expld. by <span class="foreign greek">διαφορεῖσθαι τῷ σώματι καὶ τῇ ψυχῇ, διαπολέσαι, διαφθεῖραι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}