Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διός
διος
διοσβάλανος
διοσηλακάτη
διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διοσκόριος
Διόσκοροι
Διοσκουριασταί
δίοσμος
Διόσπυρος
View word page
Διοσημειακός
Δῐοσημ-ειακός, , όν,
A). portent-bearing, ἀστέρες ib. 15 .


ShortDef

portent-bearing

Debugging

Headword:
Διοσημειακός
Headword (normalized):
διοσημειακός
Headword (normalized/stripped):
διοσημειακος
IDX:
27304
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27305
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐοσημ-ειακός</span>, <span class="itype greek">ή</span>, <span class="itype greek">όν</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">portent-bearing,</span> <span class="foreign greek">ἀστέρες</span> ib.<a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2580.tlg003:15" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2580.tlg003:15/canonical-url/"> 15 </a>.</div> </div><br><br>'}