Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Διός
διος
διοσβάλανος
διοσηλακάτη
διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
διοσκέω
Διοσκόρειον
Διοσκόριος
View word page
διοσπώγων
διος-πώγων, ωνος, ,
A). = χρυσοκόμη , Ps.- Dsc. 4.55 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοσπώγων
Headword (normalized):
διοσπώγων
Headword (normalized/stripped):
διοσπωγων
IDX:
27300
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27301
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διος-πώγων</span>, <span class="itype greek">ωνος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">χρυσοκόμη</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 4.55 </span>.</div> </div><br><br>'}