Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Διός
διος
διοσβάλανος
διοσηλακάτη
διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
διοσκέω
View word page
διοσκύαμος
διος-κύᾰμος [ῠ],
A). = ὑοσκ. , ib. 68 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοσκύαμος
Headword (normalized):
διοσκύαμος
Headword (normalized/stripped):
διοσκυαμος
IDX:
27298
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27299
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διος-κύᾰμος</span> [<span class="foreign greek">ῠ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">ὑοσκ.</span> , ib.<span class="bibl"> 68 </span>.</div> </div><br><br>'}