Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Διός
διος
διοσβάλανος
διοσηλακάτη
διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
Διοσημία
Διοσθεών
Διόσθυος
View word page
διοσηλακάτη
διος-ηλᾰκάτη [κᾰ],
A). = πολύκνημον , Ps.- Dsc. 3.94 ; = περιστερεὼν ὕπτιος , Id. 4.60 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοσηλακάτη
Headword (normalized):
διοσηλακάτη
Headword (normalized/stripped):
διοσηλακατη
IDX:
27297
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27298
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διος-ηλᾰκάτη</span> [<span class="foreign greek">κᾰ], </span> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">πολύκνημον</span> , Ps.-<span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Dsc.</span> 3.94 </span>; = <span class="ref greek">περιστερεὼν ὕπτιος</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Id.</span> 4.60 </span>.</div> </div><br><br>'}