Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορυγή
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
Διός
διος
διοσβάλανος
διοσηλακάτη
διοσκύαμος
διόσπυρον
διοσπώγων
Διοσαταβυριασταί
Διόσδοτος
Διοσημασία
Διοσημειακός
View word page
Διός
Διός [ῐ], gen. of Ζεύς.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Διός
Headword (normalized):
διός
Headword (normalized/stripped):
διος
IDX:
27294
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27295
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διός</span> <span class="pron greek">[ῐ]</span>, gen. of <span class="foreign greek">Ζεύς.</span> </div><br><br>'}