Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διορμίζω
διόρνυμαι
δίορος
διορόω
διορρωδέω
διορυγή
διόρυγμα
διορυκτρὶς
διόρυξις
διορύσσω
διορυχή
διορχέομαι
διόρωσις
δῖος
Δῖος
View word page
διορρωδέω
διορρωδέω, f. l. in D.Chr. 3.69 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διορρωδέω
Headword (normalized):
διορρωδέω
Headword (normalized/stripped):
διορρωδεω
IDX:
27283
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27284
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διορρωδέω</span>, f. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:3:69" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0612.tlg001:3.69/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">D.Chr.</span> 3.69 </a>.</div><br><br>'}