Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέος
διορθτέον
διορθωτήρ
διορθωτής
διορθωτικός
διορία
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
διορκισμός
διορμάομαι
διορμίζω
View word page
διορία
διορία,
A). v. διωρία.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διορία
Headword (normalized):
διορία
Headword (normalized/stripped):
διορια
IDX:
27269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27270
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διορία</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διωρία.</span> </div> </div><br><br>'}