Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέος
διορθτέον
διορθωτήρ
διορθωτής
διορθωτικός
διορία
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
διοριστικός
διορκίζω
View word page
διορθωτήρ
διορθ-ωτήρ, ῆρος, , = sq., IG 9(1).694.138 (pl.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διορθωτήρ
Headword (normalized):
διορθωτήρ
Headword (normalized/stripped):
διορθωτηρ
IDX:
27266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27267
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διορθ-ωτήρ</span>, <span class="itype greek">ῆρος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, = sq., <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 9(1).694.138 </span> (pl.).</div><br><br>'}