Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέος
διορθτέον
διορθωτήρ
διορθωτής
διορθωτικός
διορία
διορίζω
διόρισις
διόρισμα
διορισμός
διοριστέον
View word page
διορθωτέος
διορθ-ωτέος
,
α
,
ον
,
A).
to be set,
of joints,
Hp.
Mochl.
38
.
II).
ShortDef
to be set
Debugging
Headword:
διορθωτέος
Headword (normalized):
διορθωτέος
Headword (normalized/stripped):
διορθωτεος
IDX:
27264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27265
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διορθ-ωτέος</span>, <span class="itype greek">α</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be set,</span> of joints, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Mochl.</span> 38 </span>. </div> <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-2"><span><strong>II).</strong></span></div> </div><br><br>'}