Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
διορθρίζω
διόρθωμα
διόρθωσις
διορθωτέος
διορθτέον
διορθωτήρ
διορθωτής
διορθωτικός
διορία
διορίζω
διόρισις
View word page
διορθρίζω
διορθρίζω,
A). rise early, v.l. in LXX 1 Ki. 29.10 .


ShortDef

rise early

Debugging

Headword:
διορθρίζω
Headword (normalized):
διορθρίζω
Headword (normalized/stripped):
διορθριζω
IDX:
27261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27262
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διορθρίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">rise early,</span> v.l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg011:29:10" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0527.tlg011:29.10/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">LXX</span> <span class="title" style="font-style: italic;">1 Ki.</span> 29.10 </a>.</div> </div><br><br>'}