Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διοπωπέας
διοπωπεύω
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
διορθόω
View word page
διοπωπεύω
διοπωπ-εύω,
A). = διέπω , AB 237 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοπωπεύω
Headword (normalized):
διοπωπεύω
Headword (normalized/stripped):
διοπωπευω
IDX:
27250
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27251
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπωπ-εύω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διέπω</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">AB</span> 237 </span>.</div> </div><br><br>'}