Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διοπωπέας
διοπωπεύω
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
διόργυιος
διορθεύω
View word page
διοπωπέας
διοπωπ-έας· τοὺς βασιλεῖς, EM 278.12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοπωπέας
Headword (normalized):
διοπωπέας
Headword (normalized/stripped):
διοπωπεας
IDX:
27249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27250
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπωπ-έας·</span> <span class="foreign greek">τοὺς βασιλεῖς,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:278:12" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:278.12/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 278.12 </a>.</div><br><br>'}