Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διοπωπέας
διοπωπεύω
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
διοργανόομαι
διοργάνωσις
διοργίζομαι
διοργυιόομαι
View word page
διοπτρίτης
διοπτρ-ίτης [
A). ρῑ] λίθος talc, PHolm. 3.39 .


ShortDef

talc

Debugging

Headword:
διοπτρίτης
Headword (normalized):
διοπτρίτης
Headword (normalized/stripped):
διοπτριτης
IDX:
27247
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27248
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπτρ-ίτης</span> [<div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ρῑ] λίθος</span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">talc,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">PHolm.</span> 3.39 </span> .</div> </div><br><br>'}