Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτευτήριον
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
διοπτρίτης
δίοπτρον
διοπωπέας
διοπωπεύω
διορατικός
διοράω
διοργανίζω
View word page
διοπτρίζω
διοπτρ-ίζω,
A). use the speculum, Paul.Aeg. 3.75 .


ShortDef

use the speculum

Debugging

Headword:
διοπτρίζω
Headword (normalized):
διοπτρίζω
Headword (normalized/stripped):
διοπτριζω
IDX:
27243
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27244
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπτρ-ίζω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">use the speculum,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3:75" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0715.tlg001:3.75/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Paul.Aeg.</span> 3.75 </a>.</div> </div><br><br>'}