Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διοπεύω
διόπη
διοπλήκταν
διοπομπέομαι
διοπομπή
δίοπος
δίοπος
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτευτήριον
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
διοπτρισμός
View word page
διοπτευτήριον
διοπτ-ευτήριον
,
τό
, dub. sens. in
Petos.
Fr.
24
R.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διοπτευτήριον
Headword (normalized):
διοπτευτήριον
Headword (normalized/stripped):
διοπτευτηριον
IDX:
27236
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27237
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπτ-ευτήριον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Petos.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Fr.</span> 24 </span> R.</div><br><br>'}