Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Διοπετής
διοπεύω
διόπη
διοπλήκταν
διοπομπέομαι
διοπομπή
δίοπος
δίοπος
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτευτήριον
διοπτεύω
διοπτήρ
διόπτης
διόπτιον
δίοπτος
διόπτρα
διοπτρίζω
διοπτρικός
διόπτριον
View word page
διόπτευσις
διόπτ-ευσις
,
εως
,
ἡ
,
A).
examination with the
διόπτρα,
Ptol.
Alm.
5.1
, al.
ShortDef
examination with the διόπτρα
Debugging
Headword:
διόπτευσις
Headword (normalized):
διόπτευσις
Headword (normalized/stripped):
διοπτευσις
IDX:
27235
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27236
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διόπτ-ευσις</span>, <span class="itype greek">εως</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">examination with the</span> <span class="foreign greek">διόπτρα,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Ptol.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Alm.</span> 5.1 </span>, al.</div> </div><br><br>'}