Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διόνυσος
διόνυχος
διοξειῶν
Διόπαις
Διόπαν
Διόπεμπτος
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
διόπη
διοπλήκταν
διοπομπέομαι
διοπομπή
δίοπος
δίοπος
διοπτάω
διοπτεία
διόπτευσις
διοπτευτήριον
διοπτεύω
διοπτήρ
View word page
διοπλήκταν
διοπλήκταν (prob. l.)· ἰσχυροπλήκτην, Hsch.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοπλήκταν
Headword (normalized):
διοπλήκταν
Headword (normalized/stripped):
διοπληκταν
IDX:
27228
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27229
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοπλήκταν</span> (prob. l.)<span class="foreign greek">· ἰσχυροπλήκτην,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}