Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσοκόλακες
Διονυσοκουροπυρώνων
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
Διονυσοφόροι
Διόνυσος
διόνυχος
διοξειῶν
Διόπαις
Διόπαν
Διόπεμπτος
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
διόπη
διοπλήκταν
διοπομπέομαι
View word page
διόνυχος
δῐόνῠχος, ον,
A). with cloven hoof, ζῷα EM 811.16 .


ShortDef

with cloven hoof

Debugging

Headword:
διόνυχος
Headword (normalized):
διόνυχος
Headword (normalized/stripped):
διονυχος
IDX:
27219
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27220
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐόνῠχος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">with cloven hoof,</span> <span class="quote greek">ζῷα</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:811:16" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4099.tlg001:811.16/canonical-url/"> <span class="title" style="font-style: italic;">EM</span> 811.16 </a> .</div> </div><br><br>'}