Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσοκόλακες
Διονυσοκουροπυρώνων
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
Διονυσοφόροι
Διόνυσος
διόνυχος
διοξειῶν
Διόπαις
Διόπαν
Διόπεμπτος
διόπερ
Διοπετής
διοπεύω
διόπη
View word page
Διονυσοφόροι
Δῐονῡσο-φόροι·
ἀρχή τις ἐν Συρακούσαις,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
Διονυσοφόροι
Headword (normalized):
διονυσοφόροι
Headword (normalized/stripped):
διονυσοφοροι
IDX:
27217
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27218
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐονῡσο-φόροι·</span> <span class="foreign greek">ἀρχή τις ἐν Συρακούσαις,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}