Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιάς
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσοκόλακες
Διονυσοκουροπυρώνων
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
Διονυσοφόροι
Διόνυσος
διόνυχος
διοξειῶν
Διόπαις
Διόπαν
Διόπεμπτος
διόπερ
View word page
Διονυσομανέω
Δῐονῡσο-μᾰνέω,
A). to be full of Bacchic frenzy, Philostr. VA 5.32 .


ShortDef

to be full of Bacchic frenzy

Debugging

Headword:
Διονυσομανέω
Headword (normalized):
διονυσομανέω
Headword (normalized/stripped):
διονυσομανεω
IDX:
27214
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27215
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐονῡσο-μᾰνέω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be full of Bacchic frenzy,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg001:5:32" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0638.tlg001:5.32/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Philostr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VA</span> 5.32 </a>.</div> </div><br><br>'}