Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διόνυξος
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιάς
Διονυσιασταί
Διονύσιον
Διονύσιος
Διονυσίσκος
Διονυσοδότης
Διονυσοκόλακες
Διονυσοκουροπυρώνων
Διονυσομανέω
Διονυσονυμφάς
Διονυσοπλάτων
Διονυσοφόροι
Διόνυσος
διόνυχος
διοξειῶν
Διόπαις
View word page
Διονυσοδότης
Δῐονῡσο-δότης, ου, ,
A). bestower of Dionysus, Olymp. in Phd. p.111 N.


ShortDef

bestower of Dionysus

Debugging

Headword:
Διονυσοδότης
Headword (normalized):
διονυσοδότης
Headword (normalized/stripped):
διονυσοδοτης
IDX:
27211
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27212
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δῐονῡσο-δότης</span>, <span class="itype greek">ου</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">bestower of Dionysus,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg006:p.111" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg4019.tlg006:p.111/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Olymp.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">in Phd.</span> p.111 </a> N.</div> </div><br><br>'}