Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
διομήτωρ
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογία
δῖον1
δίον2
διονομάζω
Διονῦ
διόνυξ
Διόνυξος
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιάς
Διονυσιασταί
View word page
δίον2
δίον,
A). v. δείδω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίον2
Headword (normalized):
δίον
Headword (normalized/stripped):
διον2
IDX:
27197
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27198
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δείδω.</span> </div> </div><br><br>'}