Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
διομήτωρ
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογία
δῖον1
δίον2
διονομάζω
Διονῦ
διόνυξ
Διόνυξος
Διονυσαλέξανδρος
Διονύσια
Διονυσιάζω
Διονυσιακός
Διονυσιάς
View word page
δῖον1
δῖον,
A). v. δῖος.


ShortDef

Dion, name of various cities

Debugging

Headword:
δῖον1
Headword (normalized):
δῖον
Headword (normalized/stripped):
διον1
IDX:
27196
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27197
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῖον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δῖος.</span> </div> </div><br><br>'}