Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
διομήτωρ
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογία
δῖον1
δίον2
διονομάζω
Διονῦ
διόνυξ
View word page
διομήτωρ
δῐομήτωρ, ορος, , Pythag. name for δυάς, Theol.Ar. 12 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διομήτωρ
Headword (normalized):
διομήτωρ
Headword (normalized/stripped):
διομητωρ
IDX:
27190
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27191
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐομήτωρ</span>, <span class="itype greek">ορος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Pythag.</span> </span> name for <span class="foreign greek">δυάς,</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">Theol.Ar.</span> 12 </span>.</div><br><br>'}