Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διολοφύρομαι
δίομαι
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
διομήτωρ
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
διομολογία
δῖον1
δίον2
διονομάζω
View word page
Διομήδης
Διομήδης
,
εος
,
ὁ
,
A).
Jove-counselled;
only as a pr. n.
Diomedes.
ShortDef
Diomedes (Zeus-counselled)
Debugging
Headword:
Διομήδης
Headword (normalized):
διομήδης
Headword (normalized/stripped):
διομηδης
IDX:
27188
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27189
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διομήδης</span>, <span class="itype greek">εος</span>, <span class="gen greek">ὁ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">Jove-counselled;</span> only as a pr. n. <span class="title" style="font-style: italic;">Diomedes.</span> </div> </div><br><br>'}