Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διολούφειν
διολοφύρομαι
δίομαι
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
διομήτωρ
διόμνυμι
διομολογέω
διομολόγησις
διομολογητέον
View word page
διομβρέω
διομβρ-έω,
A). soak through, τὰ χώματα PPetr. 2p.17 .


ShortDef

soak through

Debugging

Headword:
διομβρέω
Headword (normalized):
διομβρέω
Headword (normalized/stripped):
διομβρεω
IDX:
27184
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27185
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διομβρ-έω</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">soak through,</span> <span class="quote greek">τὰ χώματα</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PPetr.</span> 2p.17 </span> .</div> </div><br><br>'}