Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοίχομαι
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διολούφειν
διολοφύρομαι
δίομαι
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
Διομηνία
View word page
δίομαι
δίομαι,
A). v. δίω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίομαι
Headword (normalized):
δίομαι
Headword (normalized/stripped):
διομαι
IDX:
27179
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27180
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">δίω.</span> </div> </div><br><br>'}