Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοιχνέω
διοίχομαι
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διολούφειν
διολοφύρομαι
δίομαι
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
Διομήδης
View word page
διολοφύρομαι
διολοφύρομαι [ῡ], strengthd. for
A). ὀλοφύρομαι, πρὸς αὑτόν Plb. 21.26.11 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διολοφύρομαι
Headword (normalized):
διολοφύρομαι
Headword (normalized/stripped):
διολοφυρομαι
IDX:
27178
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27179
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διολοφύρομαι</span> <span class="pron greek">[ῡ]</span>, strengthd. for <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="quote greek">ὀλοφύρομαι, πρὸς αὑτόν</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:26:11" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0543.tlg001.perseus-grc1:21:26:11/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Plb.</span> 21.26.11 </a> .</div> </div><br><br>'}