Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
διοίσω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διολούφειν
διολοφύρομαι
δίομαι
διομαλίζω
διομαλισμός
διομαλύνω
Διομανής
διομβρέω
δίομβρος
Διομειαλαζών
Διομήδεια
View word page
διολούφειν
διολούφειν·
διατίλλειν ἢ διασιλλαίνειν,
Hsch.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
διολούφειν
Headword (normalized):
διολούφειν
Headword (normalized/stripped):
διολουφειν
IDX:
27177
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27178
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διολούφειν·</span> <span class="foreign greek">διατίλλειν ἢ διασιλλαίνειν,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div><br><br>'}