Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοικοδομέω
διοικοδομή
διοικοδόμησις
διοικοvομέω
διοινόομαι
διοινοχοέω
δίοιξις
διοιστέον
διοϊστεύω
διοιστρέω
διοίσω
διοιχνέω
διοίχομαι
διοκνέω
διοκωχή
διολισθάνω
διολκή
δίολκος
διόλλυμι
διόλου
διολούφειν
View word page
διοίσω
διοίσω, διοίσομαι,
A). v. διαφέρω.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοίσω
Headword (normalized):
διοίσω
Headword (normalized/stripped):
διοισω
IDX:
27167
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27168
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοίσω</span>, <span class="orth greek">διοίσομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διαφέρω.</span> </div> </div><br><br>'}