Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδαίνω
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοιδίσκομαι
διοικεία
διοίκεσις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικήτωρ
διοικίζω
διοίκισις
διοικισμός
διοικοδομέω
διοικοδομή
View word page
διοίκημα
διοίκ-ημα, ατος, τό,
A). sum of money administered, Hsch., Suid. s.v. ἀλογίου δίκη.


ShortDef

sum of money administered

Debugging

Headword:
διοίκημα
Headword (normalized):
διοίκημα
Headword (normalized/stripped):
διοικημα
IDX:
27148
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27149
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοίκ-ημα</span>, <span class="itype greek">ατος</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">sum of money administered,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span></span>, Suid. s.v. <span class="ref greek">ἀλογίου δίκη.</span> </div> </div><br><br>'}