Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διόδους
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδαίνω
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοιδίσκομαι
διοικεία
διοίκεσις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
διοικητής
διοικητικός
διοικήτρια
διοικήτωρ
διοικίζω
View word page
διοιδίσκομαι
διοιδ-ίσκομαι,
A). = διοιδέω , Gal. 5.523 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοιδίσκομαι
Headword (normalized):
διοιδίσκομαι
Headword (normalized/stripped):
διοιδισκομαι
IDX:
27144
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27145
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοιδ-ίσκομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διοιδέω</span> , <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gal.</span> 5.523 </span>.</div> </div><br><br>'}