Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδαίνω
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
διοιδίσκομαι
διοικεία
διοίκεσις
διοικέω
διοίκημα
διοίκησις
View word page
δίοιδα
δίοιδα,
A). v. διεῖδον.


ShortDef

distinguish, discern

Debugging

Headword:
δίοιδα
Headword (normalized):
δίοιδα
Headword (normalized/stripped):
διοιδα
IDX:
27139
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27140
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δίοιδα</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">διεῖδον.</span> </div> </div><br><br>'}