Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διόγνητος
Διόγονος
διοδεία
διόδευσις
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδαίνω
διοιδέω
διοιδής
διοίδησις
View word page
Διόδοτος
Διόδοτος, ον,
A). v. Διόσδοτος.


ShortDef

Diodotus

Debugging

Headword:
Διόδοτος
Headword (normalized):
διόδοτος
Headword (normalized/stripped):
διοδοτος
IDX:
27133
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27134
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διόδοτος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Διόσδοτος.</span> </div> </div><br><br>'}