Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διογκύλλομαι
διόγκωσις
Διόγνητος
Διόγονος
διοδεία
διόδευσις
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
διοιδαίνω
διοιδέω
View word page
διοδοποιέω
διοδοποιέω, = foreg., dub. l. in Thphr. Ign. 59 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοδοποιέω
Headword (normalized):
διοδοποιέω
Headword (normalized/stripped):
διοδοποιεω
IDX:
27131
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27132
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοδοποιέω</span>, = foreg., dub. l. in <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg005:59" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0093.tlg005:59/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Thphr.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Ign.</span> 59 </a>.</div><br><br>'}