Scaife ATLAS
Back to dictionaries
LSJ
Διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
Διόγνητος
Διόγονος
διοδεία
διόδευσις
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
διοζόομαι
δίοζος
Διόθεν
διοίγνυμι
δίοιδα
View word page
διόδιον
διόδ-ιον
,
τό
,
A).
passage through,
τὸ δ. τῆς λιθοτομίας
IG
22.1035.49
(i B. C.).
ShortDef
passage through
Debugging
Headword:
διόδιον
Headword (normalized):
διόδιον
Headword (normalized/stripped):
διοδιον
IDX:
27129
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27130
Key:
Data
{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διόδ-ιον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">passage through,</span> <span class="quote greek">τὸ δ. τῆς λιθοτομίας</span> <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1035.49 </span> (i B. C.).</div> </div><br><br>'}