Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

Διόβλητος
Διόβολος
Διογένειον
Διογενέτωρ
Διογενής
Διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
Διόγνητος
Διόγονος
διοδεία
διόδευσις
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
δίοδος
Διόδοτος
διόδους
View word page
Διόγονος
Διόγονος, ον,
A). f. l. for δίγονος, Βάκχος E. Hipp. 560 (lyr.).


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Διόγονος
Headword (normalized):
διόγονος
Headword (normalized/stripped):
διογονος
IDX:
27124
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27125
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Διόγονος</span>, <span class="itype greek">ον</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> f. l. for <span class="ref greek">δίγονος, Βάκχος</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg005.perseus-grc1:560" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg0006.tlg005.perseus-grc1:560/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">E.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">Hipp.</span> 560 </a> (lyr.).</div> </div><br><br>'}