Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διό
διοβελία
Διοβλής
Διόβλητος
Διόβολος
Διογένειον
Διογενέτωρ
Διογενής
Διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
Διόγνητος
Διόγονος
διοδεία
διόδευσις
διοδεύω
διοδία
διόδιον
διοδοιπορέω
διοδοποιέω
View word page
διογκύλλομαι
διογκ-ύλλομαι,
A). to be puffed up with pride, Eun. VS p.502B.


ShortDef

to be puffed up with pride

Debugging

Headword:
διογκύλλομαι
Headword (normalized):
διογκύλλομαι
Headword (normalized/stripped):
διογκυλλομαι
IDX:
27121
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27122
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διογκ-ύλλομαι</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">to be puffed up with pride,</span> <a class="bibl" target="_blank" data-urn="urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg001:p.502B" href="https://catalog-api-dev.scaife.eldarion.com/urn:cts:greekLit:tlg2050.tlg001:p.502B/canonical-url/"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Eun.</span> <span class="title" style="font-style: italic;">VS</span> p.502B. </a> </div> </div><br><br>'}