Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δινώδης
Δινών
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
διξός
δίξυλος
Διο
διό
διοβελία
Διοβλής
Διόβλητος
Διόβολος
Διογένειον
Διογενέτωρ
Διογενής
Διογενισμός
διογκόω
διογκύλλομαι
διόγκωσις
View word page
διοβελία
διοβελία, ,
A). = διωβελία , IG 22.1103 .


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
διοβελία
Headword (normalized):
διοβελία
Headword (normalized/stripped):
διοβελια
IDX:
27112
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27113
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διοβελία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> = <span class="ref greek">διωβελία</span> , <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">IG</span> 22.1103 </span>.</div> </div><br><br>'}