Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
Δίνυσος
δίνω
δινώδης
Δινών
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
διξός
δίξυλος
Διο
διό
διοβελία
Διοβλής
Διόβλητος
Διόβολος
View word page
διξᾶται
διξᾶται,
A). pandat, Gloss.


ShortDef

pandat

Debugging

Headword:
διξᾶται
Headword (normalized):
διξᾶται
Headword (normalized/stripped):
διξαται
IDX:
27105
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27106
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">διξᾶται</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">pandat,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}