Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δινεύω
δίνη
δινήεις
δίνημα
δίνησις
δινητός
δίνομον
δῖνος
δίνουμμον
δινόω
Δίνυσος
δίνω
δινώδης
Δινών
δινωτός
διξᾶται
δίξεστον
δίξοος
διξός
δίξυλος
Διο
View word page
Δίνυσος
Δίνυσος,
A). v. Διόνυσος.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
Δίνυσος
Headword (normalized):
δίνυσος
Headword (normalized/stripped):
δινυσος
IDX:
27100
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27101
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">Δίνυσος</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> v. <span class="ref greek">Διόνυσος.</span> </div> </div><br><br>'}