Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
δίμνωος
διμοιραῖος
διμοιρία
διμοιριαῖος
διμοιρίτης
δίμοιρος
δίμορφος
διμόρφωτος
δίμυξος
δινάζω
δινάκω
View word page
δίμνωος
δῐ/-μνωος χόρτος, dub. sens. in PRyl. 183.17 , etc.


ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
δίμνωος
Headword (normalized):
δίμνωος
Headword (normalized/stripped):
διμνωος
IDX:
27078
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27079
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-μνωος</span> <span class="foreign greek">χόρτος,</span> dub. sens. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">PRyl.</span> 183.17 </span>, etc.</div><br><br>'}