Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίλωρος
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
δίμιτρος
διμνααῖος
διμναῖος
δίμνωος
διμοιραῖος
View word page
διμηνία
δῐ-μηνία, ,
A). period of two months, prob. in SIG 344.107 (Teos).


ShortDef

period of two months

Debugging

Headword:
διμηνία
Headword (normalized):
διμηνία
Headword (normalized/stripped):
διμηνια
IDX:
27069
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27070
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-μηνία</span>, <span class="gen greek">ἡ</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">period of two months,</span> prob. in <span class="bibl"> <span class="title" style="font-style: italic;">SIG</span> 344.107 </span> (Teos).</div> </div><br><br>'}