διμερής
δῐ-μερής, ές,
A). bipartite, of the human body, the brain, etc., PA 667b32 , al.; δ. ψυχή ; 1.523 δ. κλισία AJ 12.2.12 ; φιλοσοφία Or. 6.190a . Adv. -ρῶς in two instalments, 18 Beibl. 23 (Seleucia in Cilicia, ii A. D.).