Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίλωρος
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
δίμιτος
View word page
δίμελος
δῐ/-μελος (?),
A). two-membered, Gloss.


ShortDef

two-membered

Debugging

Headword:
δίμελος
Headword (normalized):
δίμελος
Headword (normalized/stripped):
διμελος
IDX:
27064
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27065
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ/-μελος</span> (?), <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">two-membered,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Gloss.</span> </span> </div> </div><br><br>'}