Scaife ATLAS

Back to dictionaries

LSJ

διλογία
δίλογος
δίλογχος
δίλοφος
διλοχία
διλοχίτης
δίλωρος
δίμαλλος
διμάχαιρος
διμάχης
διμέδιμνον
δίμελος
διμερής
διμέτρητος
δίμετρος
διμέτωπος
διμηνία
διμηνιαῖος
δίμηνος
δίμηρον
διμήτωρ
View word page
διμέδιμνον
δῐ-μέδιμνον, τό,
A). measure holding two μέδιμνοι, Hsch.


ShortDef

measure holding two

Debugging

Headword:
διμέδιμνον
Headword (normalized):
διμέδιμνον
Headword (normalized/stripped):
διμεδιμνον
IDX:
27063
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:lsj-27064
Key:

Data

{'content': '<div class="entry"> <span class="orth greek">δῐ-μέδιμνον</span>, <span class="gen greek">τό</span>, <div style="margin-top: 1.0em;" class="sense depth-1"> <span><strong>A).</strong></span> <span class="tr" style="font-weight: bold;">measure holding two</span> <span class="foreign greek">μέδιμνοι,</span> <span class="bibl"> <span class="author" style="font-variant: small-caps;">Hsch.</span> </span> </div> </div><br><br>'}